λουτρόπολη

λουτρόπολη
η
οικιστική περιοχή η οποία, ανεξάρτητα από τον αριθμό τών κατοίκων, αποτελεί συνήθως δήμο και βρίσκεται κοντά σε ιαματικές πηγές ή σε ακτή θάλασσας ή σε όχθη λίμνης ή ποταμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τ. λουτρόπολις, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λουτρόπολη — η πόλη χτισμένη κοντά σε ιαματικές πηγές: Οι λουτροπόλεις έχουν σημαντική οικονομική ανάπτυξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λουτρόπολη Θέρμης — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 912 κάτ.) της Λέσβου. Βρίσκεται κοντά στην ανατολική ακτή του νησιού, 12 χλμ. Β της Μυτιλήνης. Αποτελεί έδρα του δήμου Λουτροπόλεως Θέρμης του νομού Λέσβου. Μέχρι το 1954 ονομαζόταν Θερμή. Στην αρχαιότητα υπήρχε… …   Dictionary of Greek

  • Βαυαρία — (Bayern). Ομόσπονδο κράτος (70.547 τ. χλμ., 12.154.967 κάτ.) της Γερμανικής Δημοκρατίας, της οποίας καταλαμβάνει το νοτιοανατολικό τμήμα. Συνορεύει Ν και ΝΑ με την Αυστρία, Α με την Τσεχία, Δ και ΒΔ με τα κρατίδια του Μπάντεν Βίρτερμπεργκ και της …   Dictionary of Greek

  • Νιούπορτ — I (Newport). Πόλη (115.600 κάτ. το 2003) της Μεγάλης Βρετανίας, στην κομητεία Μονμαουθσάιρ. Βρίσκεται στη δυτική όχθη του ποταμού Ασκ. Τελευταία παρουσίασε σημαντική ανάπτυξη χάρη στους γαιάνθρακες της Ν. Ουαλίας. Είναι πόλη με άριστη ρυμοτομία… …   Dictionary of Greek

  • Προβηγκία — (Provence). Ιστορική περιοχή της νοτιοανατολικής Γαλλίας και αρχαία επαρχία του βασιλείου πριν από τη Γαλλική επανάσταση. Σήμερα διαιρείται στους νομούς Μπους ντι Ρον, Βαρ, Άλπεων της Άνω Π., Παραθαλάσσιων Άλπεων και περιλαμβάνει μεγάλο τμήμα του …   Dictionary of Greek

  • σπά — (Spaa). Βελγική λουτρόπολη στην επαρχία Λιέγης, με 10.000 κατ. Στη λουτρόπολη υπάρχει αξιόλογος ναός του 1880. Τα ιαματικά της νερά θεραπεύουν καρδιακές και νεφρικές παθήσεις. Η πόλη συνδέεται με τη Συνδιάσκεψη του Σ. (5 16 Ιουλίου 1920), στην… …   Dictionary of Greek

  • σπα — (Spaa). Βελγική λουτρόπολη στην επαρχία Λιέγης, με 10.000 κατ. Στη λουτρόπολη υπάρχει αξιόλογος ναός του 1880. Τα ιαματικά της νερά θεραπεύουν καρδιακές και νεφρικές παθήσεις. Η πόλη συνδέεται με τη Συνδιάσκεψη του Σ. (5 16 Ιουλίου 1920), στην… …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Καμένα Βούρλα — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 2.742 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λοκρίδος του νομού Φθιώτιδος. Τα Κ.Β. βρίσκονται στη βόρεια ακτή του νομού, 40 χλμ. ΝΑ της Λαμίας. Αποτελούν έδρα του ομώνυμου δήμου. Είναι λουτρόπολη με διεθνή φήμη. Διαθέτει τρεις… …   Dictionary of Greek

  • Τελ Αβίβ — Πόλη (317.800 κάτ.) του Ισραήλ, πρωτεύουσα του διαμερίσματος Τελ Αβίβ (170 τ. χλμ.) που αποτελείται από την ένωση των πόλεων Γιάφα (Ιόππης) και Τελ Αβίβ. Η Γιάφα, που βρίσκεται στη βραχώδη προεξοχή της Ανατολικής Μεσογείου και θεωρείται τώρα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”